αβαείο

αβαείο
Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, με την εξάπλωση του μοναχικού τάγματος των Βενεδικτίνων, καθώς και των ταγμάτων που προήλθαν από αυτό (Κλουνιανοί, Κιστερκιανοί, Ολιβετανοί, Τραπιστές κλπ.). Η μεγάλη εξάπλωση των α. κατά τον Μεσαίωνα, δηλαδή σε μια εποχή κλειστής οικονομίας, οπωσδήποτε συνδέεται στενά με την επιθυμία ισχυρών αυτόνομων κοινωνικών πυρήνων να αντιταχτούν στη φεουδαρχικού τύπου κοσμική οργάνωση (σε αυτό οφείλεται η μεγάλη σημασία των α. κατά τη διάρκεια της Έριδας της Περιβολής). Η διάρθρωση των α. αντικαθρεφτίζει πιστά, από αρχιτεκτονική άποψη, τον παραγωγικό αγροτοβιοτεχνικό ορθολογισμό και ταυτόχρονα την τάση προς τον αναχωρητισμό (ανατολικής προέλευσης) των Βενεδικτίνων. Και πραγματικά, η εκλογή του φυσικού περιβάλλοντος των α., που είναι σχεδόν πάντα υποβλητικό (μεγάλες κοιλάδες, ποταμιές, δυσπρόσιτα υψώματα), καθορίζεται κατά κανόνα από τα θρησκευτικά και παραγωγικά ενδιαφέροντα του τάγματος και κατά δεύτερο λόγο από τις αμυντικές δυνατότητες. Οι ίδιοι λόγοι καθορίζουν την επιβλητική, αλλά λιτή και κάπως απογυμνωμένη διάρθρωση της εκκλησίας των α., τη σημασία που αποδίδεται στο περιστύλιο, στην αίθουσα συνεδριάσεων του εκκλησιαστικού συμβουλίου και στο εστιατόριο,στομέγεθος των βοηθητικών χώρων (κοιτώνων, ξενώνων, κήπων, ελαιοτριβείων και μύλων, σχολείων, στάβλων, ορνιθώνων κλπ.) και στη συχνή περίφραξη του συνόλου με ψηλά τείχη. Οι βοηθητικοί χώροι μπορεί να ήταν ανεξάρτητοι (Σανκτ Γκάλεν στην Ελβετία) ή συνεχόμενοι και να επικοινωνούσαν (Κασαμάρι, Μοντεκασίνο). Ο χαρακτήρας του τάγματος των Βενεδικτίνων («ora et labora» - προσεύχου και εργάζου)μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως σε πολλές περιπτώσεις οι αρχιτέκτονες και οι εργάτες που έχτισαν τα κτιριακά συγκροτήματα των α. υπήρξαν μοναχοί, ενώ ορισμένοι τεχνίτες, λιθοξόοι και άλλοι περισσότερο ειδικευμένοι είναι ευκολότερο να υποθέσουμε πως ήταν λαϊκοί και καμιά φορά από ξένα μέρη. Παλαιό σχέδιο μεσαιωνικού αβαείου, όπου διακρίνονται η εκκλησία, το παλιό μοναστήρι και τα βοηθητικά κτίρια με τις αποθήκες, τα εργαστήρια και τον ξενώνα. Το περιστύλιο του αβαείου του Κιαραβάλε ντι Φιάστρα (14ος αι.), στην περιοχή Μάρκες της Ιταλίας. Το αβαείο της Σταφάρντα (12ος αι.) στην ιταλική πόλη Ραβέλο.
* * *
το
1. μοναστήρι ρωμαιοκαθολικών, που διοικείται από αβά ή αβάισσα
2. κατοικία τού αβά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. abbaye (εκκλ. λατ. abbatia)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβαείο — το η κατοικία του αβά (ηγούμενου) σε μοναστήρι καθολικών κι έπειτα ολόκληρο το μοναστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”